- ολβοθύλακος
- ὀλβοθύλακος, ὁ (Α)θύλακος για την εναπόθεση χρημάτων, βαλάντιο, πορτοφόλι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβος «πλούτος» + θύλακος «μικρός σάκος» (πρβλ. ασκο-θύλακος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
όλβος — ο (ΑΜ ὄλβος) 1. υλική ευδαιμονία, ευμάρεια, ευπορία, αφθονία υλικών αγαθών, πλούτος («ὑγίεια καὶ εὐεξία βέλτιον παντὸς χρυσίον, καὶ σῶμα εὔρωστον ἤ ὄλβος ἀμέτρητος», ΠΔ) 2. συνεκδ. ευδαιμονία, ευτυχία, μακαριότητα, ευημερία αρχ. φρόνηση («ὄλβος… … Dictionary of Greek
ὀλβοθύλακον — ὀλβοθύ̱λακον , ὀλβοθύλακος money bag masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)